Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνδροβρώς
ἀνδρόγαμος
ἀνδρογένεια
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρογυνία
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροδμής
ἀνδρόδομος
ἀνδροελής
ἀνδροθέα
ἀνδρόθεν
ἀνδρόθηλυς
ἀνδροθνής
ἀνδροκάπηλος
ἀνδροκάπραινα
ἀνδροκάς
ἀνδροκάδες
View word page
ἀνδροδμής
ἀνδρο-δμής·
ὕπανδρος γυνή,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνδροδμής
Headword (normalized):
ἀνδροδμής
Headword (normalized/stripped):
ανδροδμης
IDX:
7972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7973
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-δμής·</span> <span class="foreign greek">ὕπανδρος γυνή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}