Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παροιμιώδης
πάροιμος
παροινέω
παροίνημα
παροινία
παροινιάζω
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροινοχοέω
πάροιος
παροιστράω
παροίστρησις
πάροιστρος
παροίτερος
παροίχησις
παροίχομαι
παροκλάζω
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολιγωρητέον
View word page
πάροιος
πάροιος· πρᾷος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πάροιος
Headword (normalized):
πάροιος
Headword (normalized/stripped):
παροιος
IDX:
79706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πάροιος·</span> <span class="foreign greek">πρᾷος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}