Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμιαστής
παροιμιογράφος
παροίμιον
παροιμιώδης
πάροιμος
παροινέω
παροίνημα
παροινία
παροινιάζω
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροινοχοέω
πάροιος
παροιστράω
παροίστρησις
πάροιστρος
παροίτερος
παροίχησις
View word page
παροινιάζω
παροιν-ιάζω,
A). = παροινέω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροινιάζω
Headword (normalized):
παροινιάζω
Headword (normalized/stripped):
παροινιαζω
IDX:
79701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροιν-ιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παροινέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}