Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παροδεία
παροδέομαι
παροδεύσιμος
παρόδευσις
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοιπόρος
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος
παροδύρομαι
παροδώτης
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροιδέω
παροίδησις
παροιδίσκω
View word page
παροδοιπόρος
παροδ-οιπόρος, ,
A). = παροδίτης , IG 14.1839.3 (Rome).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροδοιπόρος
Headword (normalized):
παροδοιπόρος
Headword (normalized/stripped):
παροδοιπορος
IDX:
79667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροδ-οιπόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παροδίτης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.1839.3 </span> (Rome).</div> </div><br><br>'}