Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρξοά
παρό
παρόα
παρογκόομαι
παροδεία
παροδέομαι
παροδεύσιμος
παρόδευσις
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοιπόρος
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος
παροδύρομαι
παροδώτης
παροίγνυμι
View word page
παροδία
παροδ-ία
,
ἡ
,
A).
by-road
, as expl. of
παροιμία
,
Hsch.
ShortDef
by-road
Debugging
Headword:
παροδία
Headword (normalized):
παροδία
Headword (normalized/stripped):
παροδια
IDX:
79663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79664
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροδ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by-road</span>, as expl. of <span class="foreign greek">παροιμία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}