Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πάρμη
παρμόνιμος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παρξοά
παρό
παρόα
παρογκόομαι
παροδεία
παροδέομαι
παροδεύσιμος
παρόδευσις
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοιπόρος
παροδοποιέω
View word page
παροδέομαι
παροδ-έομαι,
A). = παροιμιάζομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροδέομαι
Headword (normalized):
παροδέομαι
Headword (normalized/stripped):
παροδεομαι
IDX:
79658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παροδ-έομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παροιμιάζομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}