Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παριτέον
παριτητέα
παριτός
παρκαθήκα
παρκαλέω
παρκάλισις
παρκατέλεκτο
Παρμενίδειος
παρμένω
πάρμη
παρμόνιμος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παρξοά
παρό
παρόα
παρογκόομαι
παροδεία
παροδέομαι
παροδεύσιμος
View word page
παρμόνιμος
παρμόνιμος
,
πάρμονος
, poet. for
παρα-
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρμόνιμος
Headword (normalized):
παρμόνιμος
Headword (normalized/stripped):
παρμονιμος
IDX:
79649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79650
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρμόνιμος</span>, <span class="orth greek">πάρμονος</span>, poet. for <span class="foreign greek">παρα-</span>.</div><br><br>'}