Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρίσωσις
παρισωτικός
παριτέον
παριτητέα
παριτός
παρκαθήκα
παρκαλέω
παρκάλισις
παρκατέλεκτο
Παρμενίδειος
παρμένω
πάρμη
παρμόνιμος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παρξοά
παρό
παρόα
παρογκόομαι
παροδεία
View word page
παρμένω
παρμένω,
A). v. παραμένω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρμένω
Headword (normalized):
παρμένω
Headword (normalized/stripped):
παρμενω
IDX:
79647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79648
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρμένω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραμένω</span> .</div> </div><br><br>'}