Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρισώδης
παρίσωμα
παρίσωσις
παρισωτικός
παριτέον
παριτητέα
παριτός
παρκαθήκα
παρκαλέω
παρκάλισις
παρκατέλεκτο
Παρμενίδειος
παρμένω
πάρμη
παρμόνιμος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παρξοά
παρό
παρόα
View word page
παρκατέλεκτο
παρ-κατέλεκτο, παρ-κλίνω, παρ-κύπτω, παρ-λαμβάνω, poet. for παρα-. παρμέμβλωκε,
A). v. παραβλώσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρκατέλεκτο
Headword (normalized):
παρκατέλεκτο
Headword (normalized/stripped):
παρκατελεκτο
IDX:
79645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79646
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρ-κατέλεκτο</span>, <span class="orth greek">παρ-κλίνω</span>, <span class="orth greek">παρ-κύπτω</span>, <span class="orth greek">παρ-λαμβάνω</span>, poet. for <span class="foreign greek">παρα-</span>. <span class="orth greek">παρμέμβλωκε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραβλώσκω</span> .</div> </div><br><br>'}