Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρισχναίνω
παρίσχω
παρισώδης
παρίσωμα
παρίσωσις
παρισωτικός
παριτέον
παριτητέα
παριτός
παρκαθήκα
παρκαλέω
παρκάλισις
παρκατέλεκτο
Παρμενίδειος
παρμένω
πάρμη
παρμόνιμος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παρξοά
View word page
παρκαλέω
παρκαλέω,
A). v. παρακαλέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρκαλέω
Headword (normalized):
παρκαλέω
Headword (normalized/stripped):
παρκαλεω
IDX:
79643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρκαλέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παρακαλέω</span> .</div> </div><br><br>'}