Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρίσχιος
παρισχναίνω
παρίσχω
παρισώδης
παρίσωμα
παρίσωσις
παρισωτικός
παριτέον
παριτητέα
παριτός
παρκαθήκα
παρκαλέω
παρκάλισις
παρκατέλεκτο
Παρμενίδειος
παρμένω
πάρμη
παρμόνιμος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
View word page
παρκαθήκα
παρκαθήκα
,
ἁ
, Dor. for
παρακαταθήκη
,
IG
5(2).159.9
(Tegea).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρκαθήκα
Headword (normalized):
παρκαθήκα
Headword (normalized/stripped):
παρκαθηκα
IDX:
79642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79643
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρκαθήκα</span>, <span class="foreign greek">ἁ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">παρακαταθήκη</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(2).159.9 </span> (Tegea).</div><br><br>'}