Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβαρής
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρόγαμος
ἀνδρογένεια
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρογυνία
ἀνδρόγυνος
ἀνδροδάϊκτος
ἀνδροδάμας
ἀνδροδμής
ἀνδρόδομος
View word page
ἀνδρόγαμος
ἀνδρό-γαμος, ,
A). = κίναιδος , Cat.Cod.Astr. 2.175 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρόγαμος
Headword (normalized):
ἀνδρόγαμος
Headword (normalized/stripped):
ανδρογαμος
IDX:
7963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρό-γαμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κίναιδος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.175 </span>.</div> </div><br><br>'}