Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Πάρθοι
πάρθυμα
παριαμβίς
παρίαμβος
παριαμβώδης
παριαύω
παριδρύω
παριέρη
παρίζω
παρίημι
παρικτόν
παρίκω
παριλλαίνω
πάριον
Παριουργής
παριππάζω
παριππασία
παριππεύω
πάριππος
παρίπταμαι
παρισάζομαι
View word page
παρικτόν
παρικτόν· παρερχόμενον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρικτόν
Headword (normalized):
παρικτόν
Headword (normalized/stripped):
παρικτον
IDX:
79609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρικτόν·</span> <span class="foreign greek">παρερχόμενον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}