παρίζω
παρίζω, Aeol. παρῐαμβ-ίσδω,
A). sit beside, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν , cf. 4.311 ; 52 π. βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι ; 6.57 ἐν βουλῇ ; but, 4.165
II). causal, seat beside, π.Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα : aor.1, 5.20 παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν :—hence Med. in intr. sense, 23.359 seat oneself or sit beside, , 7.18 8.58 , cj. in ; cf. 2.22 παρέζομαι.