Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικά
Παρθιστί
Πάρθοι
πάρθυμα
παριαμβίς
παρίαμβος
παριαμβώδης
παριαύω
παριδρύω
παριέρη
παρίζω
View word page
Παρθικά
Παρθικά,
A). = φλογοβαφῆ δέρματα , Lyd. Mag. 2.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Παρθικά
Headword (normalized):
παρθικά
Headword (normalized/stripped):
παρθικα
IDX:
79597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Παρθικά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φλογοβαφῆ δέρματα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 2.13 </span>.</div> </div><br><br>'}