Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρθενισκάριον
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικά
Παρθιστί
Πάρθοι
πάρθυμα
παριαμβίς
παρίαμβος
παριαμβώδης
View word page
παρθενώδης
παρθεν-ώδης, ες,
A). maiden-like, St.Byz. s.v. Παρθένιος .


ShortDef

maiden-like

Debugging

Headword:
παρθενώδης
Headword (normalized):
παρθενώδης
Headword (normalized/stripped):
παρθενωδης
IDX:
79593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79594
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρθεν-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">maiden-like</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">St.Byz.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Παρθένιος</span> .</div> </div><br><br>'}