Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνδρίον
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδρισμός
ἀνδριστέον
ἀνδριστί
ἀνδροβάμων
ἀνδροβαρής
ἀνδροβασμός
ἀνδροβατέω
ἀνδροβάτης
ἀνδρόβιος
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
ἀνδροβρώς
ἀνδρόγαμος
ἀνδρογένεια
ἀνδρογίγας
ἀνδρογόνος
ἀνδρογύνης
ἀνδρογυνία
View word page
ἀνδροβάτης
ἀνδρο-βάτης
,
ον
,
ὁ
, =
A).
paedicator,
Hsch.
s.v.
παιδοπίπας.
ShortDef
paedicator
Debugging
Headword:
ἀνδροβάτης
Headword (normalized):
ἀνδροβάτης
Headword (normalized/stripped):
ανδροβατης
IDX:
7958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7959
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρο-βάτης</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">paedicator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">παιδοπίπας.</span> </div> </div><br><br>'}