Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
παρθένιος
παρθενίς
παρθενισκάριον
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
View word page
παρθενοκτόνος
παρθενο-κτόνος, ον,
A). maiden-slaying, Lyc. 22 .


ShortDef

maiden-slaying

Debugging

Headword:
παρθενοκτόνος
Headword (normalized):
παρθενοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
παρθενοκτονος
IDX:
79586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρθενο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">maiden-slaying</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 22 </span>.</div> </div><br><br>'}