Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρθένην
παρθενία1
παρθένια2
παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
παρθένιος
παρθενίς
παρθενισκάριον
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
View word page
παρθενισκάριον
παρθεν-ισκάριον, τό, Dim. of παρθένος, Gloss. ; παρθεν-ίσκη, , Hdn.Gr. 1.317 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρθενισκάριον
Headword (normalized):
παρθενισκάριον
Headword (normalized/stripped):
παρθενισκαριον
IDX:
79583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρθεν-ισκάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">παρθένος</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> ; <span class="orth greek">παρθεν-ίσκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Hdn.Gr.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:latinLit:phi0978.phi001:1:317" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:latinLit:phi0978.phi001:1.317/canonical-url/"> 1.317 </a>.</div><br><br>'}