παρθεν-ικός,
ή,
όν,
A). of or
for a maiden,
σκευή D.S. 16.26 ;
ὁ π. χιτών Plu. Comp. Lyc.Num. 3 ;
ἀνὴρ π.
LXX Jl. 1.8 (cf.
παρθένιος 1.2 );
π. ἀνδριάς statue of a matron
represented as a maiden, BMus.Inscr. 1047 ;
παρθενικὰ πράττειν Ael. VH 12.1 .
II). παρθενικόν, = ἀρτεμισία , Ps.- Dsc. 3.113 .