Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρηχητικός
παρθενεία1
παρθένεια2
Παρθένος
παρθένειος
ϊος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένη
παρθένην
παρθενία1
παρθένια2
παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
παρθένιος
παρθενίς
View word page
παρθένη
παρθέν-η,
A). = παρθένος , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρθένη
Headword (normalized):
παρθένη
Headword (normalized/stripped):
παρθενη
IDX:
79572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79573
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρθέν-η</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρθένος</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}