Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρήορος
παρήπαφε
παρησυχάζω
παρηχέομαι
παρήχημα
παρήχησις
παρηχητικός
παρθενεία1
παρθένεια2
Παρθένος
παρθένειος
ϊος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένη
παρθένην
παρθενία1
παρθένια2
παρθενιανός
View word page
παρθένειος
παρθέν-ειος, poet. also -ή


ShortDef

of or belonging to a virgin

Debugging

Headword:
παρθένειος
Headword (normalized):
παρθένειος
Headword (normalized/stripped):
παρθενειος
IDX:
79566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79567
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρθέν-ειος</span>, poet. also <span class="foreign greek">-ή</span> </div><br><br>'}