Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρηόριος
παρήορος
παρήπαφε
παρησυχάζω
παρηχέομαι
παρήχημα
παρήχησις
παρηχητικός
παρθενεία1
παρθένεια2
Παρθένος
παρθένειος
ϊος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένη
παρθένην
παρθενία1
παρθένια2
View word page
Παρθένος
Παρθένος at Chersonesus, IPE 12.352.49 (ii B. C.).


ShortDef

a maid, maiden, virgin, girl

Debugging

Headword:
Παρθένος
Headword (normalized):
παρθένος
Headword (normalized/stripped):
παρθενος
IDX:
79565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79566
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Παρθένος</span> at Chersonesus, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IPE</span> 12.352.49 </span> (ii B. C.).</div><br><br>'}