Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρηκουσμένως
παρήκτης
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
παρημοσύνη
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρήπαφε
παρησυχάζω
παρηχέομαι
παρήχημα
παρήχησις
View word page
παρημοσύνη
παρημοσύνη· θεραπεία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρημοσύνη
Headword (normalized):
παρημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
παρημοσυνη
IDX:
79551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρημοσύνη·</span> <span class="foreign greek">θεραπεία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}