πάρημαι
πάρημαι, used as pf. Pass. of παρίζω,
A). to be seated beside or by, c. dat., only part., νηυσὶ παρήμενος seated by .. , , 1.421 488 ; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Supp. 290 ; ἀλλοτρίοισι π. seated at another man's table, : generally, 17.456 dwell beside, σύεσσι π. 13.407 .
2). abs., sit by or near, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος , cf. 9.311 ; of the vultures of Tityos, 19.209 ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον 11.578 .