Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρηϊάς
παρήϊον
παρηΐς
παρηκουσμένως
παρήκτης
παρήκω
παρῆλιξ
παρήλιος
παρηλλαγμένως
πάρημαι
παρημελημένως
παρημερεύω
παρήμερος
παρημοσύνη
πάρηξις
View word page
παρήκτης
παρήκτης· πάντα πράττων ἐπὶ κακῷ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρήκτης
Headword (normalized):
παρήκτης
Headword (normalized/stripped):
παρηκτης
IDX:
79542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρήκτης·</span> <span class="foreign greek">πάντα πράττων ἐπὶ κακῷ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}