παρήϊον
πᾰρήϊον, τό ( Ion. for παρεῖον, which is not in use), used in as the sg. for παρειά (which uses only in pl.),
A). cheek, ; of the 23.690 jaw of a wolf, πᾶσιν δὲ π. αἵματι φοινόν 16.159 : in pl., of a lion, παρήϊά τ’ ἀμφοτέρωθεν αἱματόεντα πέλει ; in Ion. Prose, 22.404 λουσαμένους παρήϊα prob. in IG 12 ( 5 ). 593.30 (Ceos, V B.C.).