Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρηβάσκω
παρηβάω
πάρηβος
παρηγεμονικὰ
παρηγέομαι
παρηγμένως
παρηγοναῖς
παρηγορέω
παρηγόρημα
παρηγορητέον
παρηγορητικός
παρηγορία
παρηγορικός
παρήγορος
παρηδύνω
παρηθέω
παρήθημα
παρηϊάς
παρήϊον
παρηΐς
παρηκουσμένως
View word page
παρηγορητικός
παρηγορ-ητικός, , όν,
A). = παρηγορικός , Sch.ll. 13.726 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρηγορητικός
Headword (normalized):
παρηγορητικός
Headword (normalized/stripped):
παρηγορητικος
IDX:
79531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρηγορ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρηγορικός</span> , Sch.ll.<span class="bibl"> 13.726 </span>.</div> </div><br><br>'}