Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρεπιδαμίων
παρεπιδημία
παρεπίδημος
παρεπίδικος
παρεπικουρέω
παρεπικρίνω
παρεπιμένω
παρεπιμολύνω
παρεπινοέω
παρεπιπάσσω
παρεπιπλέκομαι
παρεπισκοπέω
παρεπισπάομαι
παρεπιστέλλω
παρεπιστρέφω
παρεπιστροφή
παρεπιτείνομαι
παρεπιτηδεύομαι
παρεπιτομή
παρεπιφαίνομαι
παρεπιφέρω
View word page
παρεπιπλέκομαι
παρεπι-πλέκομαι, Pass., of stars,
A). to be in conjunction, Gal. 19.557 .


ShortDef

to be in conjunction

Debugging

Headword:
παρεπιπλέκομαι
Headword (normalized):
παρεπιπλέκομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεπιπλεκομαι
IDX:
79453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεπι-πλέκομαι</span>, Pass., of stars, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in conjunction</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.557 </span>.</div> </div><br><br>'}