Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρέπαινος
παρεπαίρομαι
παρεπαισθάνομαι
παρεπαίσθημα
παρεπέχω
παρεπιβάλλω
παρεπιβοηθέω
παρεπιγραφή
παρεπιγράφω
παρεπιδείκνυμι
παρεπιδημέω
παρεπιδαμίων
παρεπιδημία
παρεπίδημος
παρεπίδικος
παρεπικουρέω
παρεπικρίνω
παρεπιμένω
παρεπιμολύνω
παρεπινοέω
παρεπιπάσσω
View word page
παρεπιδημέω
παρεπι-δημέω, Boeot. pres. part.


ShortDef

be abroad

Debugging

Headword:
παρεπιδημέω
Headword (normalized):
παρεπιδημέω
Headword (normalized/stripped):
παρεπιδημεω
IDX:
79442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79443
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεπι-δημέω</span>, Boeot. pres. part. </div><br><br>'}