Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοεργάτης
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιϊκή
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριαντουργός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
Ἀνδρίνεια
ἀνδρίον
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδρισμός
ἀνδριστέον
ἀνδριστί
View word page
ἀνδριαντουργός
ἀνδριαντ-ουργός, , (ἔργον)
A). = ἀνδριαντοποιός , Gal. 19.162 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδριαντουργός
Headword (normalized):
ἀνδριαντουργός
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντουργος
IDX:
7943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7944
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδριαντ-ουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, (ἔργον)</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνδριαντοποιός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.162 </span>.</div> </div><br><br>'}