Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρεξουδενέω
παρέξω
παρεξωθέω
παρέοικα
παρεοικότως
παρέπαινος
παρεπαίρομαι
παρεπαισθάνομαι
παρεπαίσθημα
παρεπέχω
παρεπιβάλλω
παρεπιβοηθέω
παρεπιγραφή
παρεπιγράφω
παρεπιδείκνυμι
παρεπιδημέω
παρεπιδαμίων
παρεπιδημία
παρεπίδημος
παρεπίδικος
παρεπικουρέω
View word page
παρεπιβάλλω
παρεπι-βάλλω
, dub. sens. in
Demetr.
Lac.
Herc.
1647.26
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρεπιβάλλω
Headword (normalized):
παρεπιβάλλω
Headword (normalized/stripped):
παρεπιβαλλω
IDX:
79437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79438
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεπι-βάλλω</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Demetr.</span> </span> Lac.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1647.26 </span>.</div><br><br>'}