Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρεξισόω
παρεξίστημι
παρέξοδος
παρεξουδενέω
παρέξω
παρεξωθέω
παρέοικα
παρεοικότως
παρέπαινος
παρεπαίρομαι
παρεπαισθάνομαι
παρεπαίσθημα
παρεπέχω
παρεπιβάλλω
παρεπιβοηθέω
παρεπιγραφή
παρεπιγράφω
παρεπιδείκνυμι
παρεπιδημέω
παρεπιδαμίων
παρεπιδημία
View word page
παρεπαισθάνομαι
παρεπ-αισθάνομαι
,
A).
supplement sensation
,
Phld.
D.
1.13
.
ShortDef
supplement sensation
Debugging
Headword:
παρεπαισθάνομαι
Headword (normalized):
παρεπαισθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεπαισθανομαι
IDX:
79434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79435
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεπ-αισθάνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">supplement sensation</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 1.13 </span>.</div> </div><br><br>'}