Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπολή
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφανίζω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
παρεμφερής
παρεμφέρω
View word page
παρεμπολή
παρεμ-πολή
,
ἡ
, late spelling of
παρεμβολή
,
BGU
814.14
(iii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
παρεμπολή
Headword (normalized):
παρεμπολή
Headword (normalized/stripped):
παρεμπολη
IDX:
79351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79352
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεμ-πολή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, late spelling of <span class="foreign greek">παρεμβολή</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 814.14 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}