Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδρεφόνος
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδρία
ἀνδριαντάριον
ἀνδριαντίδιον
ἀνδριάντιον
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοεργάτης
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιϊκή
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριαντουργός
ἀνδριάς
View word page
ἀνδριαντοεργάτης
ἀνδριαντο-εργάτης, ον, ,
A). = ἀνδριαντοποιός , Tz. H. 10.268 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδριαντοεργάτης
Headword (normalized):
ἀνδριαντοεργάτης
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντοεργατης
IDX:
7934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδριαντο-εργάτης</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνδριαντοποιός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:10:268" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:10.268/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 10.268 </a>.</div> </div><br><br>'}