Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρέμμεναι
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
View word page
παρέμμεναι
παρέμμεναι, Ep. inf. of πάρειμι (εἰμί
A). sum).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρέμμεναι
Headword (normalized):
παρέμμεναι
Headword (normalized/stripped):
παρεμμεναι
IDX:
79335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79336
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρέμμεναι</span>, Ep. inf. of <span class="foreign greek">πάρειμι </span>(<span class="foreign greek">εἰμί</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sum</span>).</div> </div><br><br>'}