Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρέμμεναι
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
View word page
παρεμβολοθέτης
παρεμβολο-θέτης, ου, ,
A). one who fixes a camp, Gloss.


ShortDef

one who fixes a camp

Debugging

Headword:
παρεμβολοθέτης
Headword (normalized):
παρεμβολοθέτης
Headword (normalized/stripped):
παρεμβολοθετης
IDX:
79331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79332
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεμβολο-θέτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who fixes a camp,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}