Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρέμμεναι
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
View word page
παρεμβολοειδής
παρεμβολο-ειδής, ές,
A). like an interjection, Hsch. s.v. βόμβαξ .


ShortDef

like an interjection

Debugging

Headword:
παρεμβολοειδής
Headword (normalized):
παρεμβολοειδής
Headword (normalized/stripped):
παρεμβολοειδης
IDX:
79330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεμβολο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like an interjection</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">βόμβαξ</span> .</div> </div><br><br>'}