Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
παρελκυ<ς>τής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρέμμεναι
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
View word page
παρεμβολικός
παρεμ-βολικός
,
ή
,
όν
,
A).
as in a camp
,
δεῖπνα
ib.
643d
.
ShortDef
as in a camp
Debugging
Headword:
παρεμβολικός
Headword (normalized):
παρεμβολικός
Headword (normalized/stripped):
παρεμβολικος
IDX:
79329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79330
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεμ-βολικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">as in a camp</span>, <span class="foreign greek">δεῖπνα</span> ib.<span class="bibl"> 643d </span>.</div> </div><br><br>'}