Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδρεράστρια
ἀνδρεύομαι
ἀνδρεφόνος
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδρία
ἀνδριαντάριον
ἀνδριαντίδιον
ἀνδριάντιον
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοεργάτης
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιϊκή
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
View word page
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντο-γλύφος, ,
A). carver of statues, Tz.ad Lyc. 615 .


ShortDef

carver of statues

Debugging

Headword:
ἀνδριαντογλύφος
Headword (normalized):
ἀνδριαντογλύφος
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντογλυφος
IDX:
7932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδριαντο-γλύφος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carver of statues,</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 615 </span>.</div> </div><br><br>'}