Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρέκτοπος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκτρίβομαι
παρεκτροπή
παρεκτροχάζω
παρέκτωρ
παρεκφαίνομαι
παρεκφέρω
παρεκφρακτικός
παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρέλευσις
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
View word page
παρεκφρακτικός
παρεκ-φρακτικός,
A). v. παραφρακτικός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρεκφρακτικός
Headword (normalized):
παρεκφρακτικός
Headword (normalized/stripped):
παρεκφρακτικος
IDX:
79308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεκ-φρακτικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραφρακτικός</span> .</div> </div><br><br>'}