παρεκτροπή
παρεκ-τροπή, ἡ,
A). turning aside, diverting, of a stream, Fr. 77 .
II). (from Pass.) swerving aside, deviation, divergence, τῆς τάξεως Eloc. 84 ; κυριωτέρου σχήματος Synt. 167.3 ; παράλλαξις καὶ τ. ἡ πρὸς τὸ ὄν in Ph. 232.35 .