Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρεκρίπτω
παρεκστροφή
παρεκτανύω
παρέκτασις
παρεκτατέον
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέον
παρεκτίθημι
παρεκτικός
παρέκτοπος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκτρίβομαι
παρεκτροπή
παρεκτροχάζω
παρέκτωρ
παρεκφαίνομαι
παρεκφέρω
παρεκφρακτικός
View word page
παρέκτοπος
παρέκτοπος, ον,
A). somewhat out of the way, Gloss.


ShortDef

somewhat out of the way

Debugging

Headword:
παρέκτοπος
Headword (normalized):
παρέκτοπος
Headword (normalized/stripped):
παρεκτοπος
IDX:
79298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρέκτοπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">somewhat out of the way,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}