παρεκκλίνω
παρεκ-κλίνω [ῑ],
A). turn somewhat aside, ἑαυτόν ap. . 12.656
2). abs., turn aside, deviate, ; 1.176 ἡ καρδία μικρὸν εἰς τὰ εὐώνυμα π. PA 666b7 ; ὄνομα μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ .. formed by a slight deviation from .. , as ἦθος from ἔθος, EN 1103a18 (here and elsewh. with v.l. παρεγκλ-).