Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδρείκελος
ἀνδρειόθυμος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρειών
ἀνδρεράστια
ἀνδρεράστρια
ἀνδρεύομαι
ἀνδρεφόνος
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδρία
ἀνδριαντάριον
ἀνδριαντίδιον
ἀνδριάντιον
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
View word page
ἀνδρεύομαι
ἀνδρεύομαι,
A). = ἀνδρίζομαι , EM 599.17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρεύομαι
Headword (normalized):
ἀνδρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ανδρευομαι
IDX:
7923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7924
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνδρίζομαι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:599:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:599.17/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 599.17 </a>.</div> </div><br><br>'}