παρεισέρχομαι
παρεις-έρχομαι, with aor. and pf. Act.,
A). come or go in beside : Medic., of fingers or instruments, to be inserted, , 18(1).323 332 : generally, come in, ὅπως .. τύχη παρεισέλθῃ Fr. 281p.351U. ; παρεισελθόντες ὡς φίλιοι , al.; 1.7.3 νόμος παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα Ep.Rom. 5.20 ; π. ἄφνω πρὸς τὴν ἑστίαν Cor. 23 ; to be introduced, of a side-issue, : c. inf., 8.749 π. κατασκοπῆσαι Ep.Gal. 2.4 .