Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παρεγκεφαλίς
παρεγκλίνω
παρέγκλισις
παρεγκλιτικός
παρεγκόπτω
παρεγκυκλέω
παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρήσσω
παρεδρία
View word page
παρεγχρίμπτομαι
παρεγ-χρίμπτομαι, Pass.,
A). approach, in fut. παρεγχρί<μ>ψεται, Hsch.


ShortDef

approach

Debugging

Headword:
παρεγχρίμπτομαι
Headword (normalized):
παρεγχρίμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεγχριμπτομαι
IDX:
79191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρεγ-χρίμπτομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">approach</span>, in fut. <span class="foreign greek">παρεγχρί&lt;μ&gt;ψεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}