Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνδράφαξυς
ἀνδραφάσσειν
ἀνδραφόνος
ἀνδραφυστεῖν
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἀνδρεάστρια
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρειόθυμος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρειών
ἀνδρεράστια
ἀνδρεράστρια
ἀνδρεύομαι
ἀνδρεφόνος
View word page
ἀνδρειόθυμος
ἀνδρειόθυμος,
A). gloss on ψυχικός , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνδρειόθυμος
Headword (normalized):
ἀνδρειόθυμος
Headword (normalized/stripped):
ανδρειοθυμος
IDX:
7914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7915
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνδρειόθυμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ψυχικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}