παρδάλειος
παρδᾰ/λ-ειος or παρδᾰ/λ-εος (which is said to be Ion., EM 652.35 ), ον,
A). of or like a pard, π. στέαρ ; 2.76 π. φάρμακον, prob. = παρδαλιαγχές , Mir. 831a5 : metaph., of savage men, παρδάλεοι θῆρες 4 Ma. 9.28 .