Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

παραψήχω
παραψιδάζω
παραψίδιον
παραψίς
παράψιμον
παράψογος
παραψοφέω
παραψυκτήριον
παραψυχή
παραψύχω
παρβαίνω
παρδακός
παρδαλέη
παρδάλειος
παρδαλήφορος
παρδάλια
παρδαλιαγχές
παρδαλιδεύς
παρδαλιοκτόνος
πάρδαλις
πάρδαλος
View word page
παρβαίνω
παρ-βαίνω, παρ-βασία, παρ-βάτης, παρ-βεβᾰώς, παρ-βολάδην, poet. for παραβ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρβαίνω
Headword (normalized):
παρβαίνω
Headword (normalized/stripped):
παρβαινω
IDX:
79141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-79142
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">παρ-βαίνω</span>, <span class="orth greek">παρ-βασία</span>, <span class="orth greek">παρ-βάτης</span>, <span class="orth greek">παρ-βεβᾰώς</span>, <span class="orth greek">παρ-βολάδην</span>, poet. for <span class="foreign greek">παραβ-</span>.</div><br><br>'}